- κύναστρον
- κύναστροςdog-starmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύναστρον — κύναστρον, τὸ και κύναστρος, ὁ (Α) μτγν. το λαμπρότερο αστέρι τού αστερισμού Κύων, ο Σείριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἄστρον] … Dictionary of Greek